καταγοητεύσῃ

καταγοητεύσῃ
καταγοητεύω
bewitch
aor subj mid 2nd sg
καταγοητεύω
bewitch
aor subj act 3rd sg
καταγοητεύω
bewitch
fut ind mid 2nd sg
καταγοητεύω
bewitch
aor subj mid 2nd sg
καταγοητεύω
bewitch
aor subj act 3rd sg
καταγοητεύω
bewitch
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτιση — η 1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων τού μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη 2. μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”